ιεροκρύφιος

ιεροκρύφιος
ία и ος , ον тайный, скрытый; сокровенный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ιεροκρύφιος" в других словарях:

  • ιεροκρύφιος — α, ο (Μ ἱεροκρύφιος, ία, ον) ο μυστικός, ο απόκρυφος νεοελλ. ο αινιγματικός, ο μυστηριώδης. επίρρ... ιεροκρυφίως (Μ ἱεροκρυφίως) με ιεροκρύφιο τρόπο, απόκρυφα νεοελλ. μυστηριωδώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιερ(ο) * + κρύφιος (< κρύφιος < κρύπτω), πρβλ …   Dictionary of Greek

  • ιερ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με σημαντική παραγωγικότητα, που προσδίδει στο β συνθετικό τη σημασία «ιερός, θείος, άγιος, αφιερωμένος στον θεό». Επί πλέον, στη Νέα Ελληνική απαντά ως α συνθετικό όρων τής ανατομίας …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»